λεπτόσπειρα

λεπτόσπειρα
και λεπτοσπείρα, η
(παρασιτολ.) γένος βακτηρίων τής ομάδας τών σπειροχαιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptospira < νεολατ. leptospira < lepto- (< λεπτ[ο]-* + -spira (< σπεῖρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπτοσπείρωση — η (ιατρ. κτην.) νόσος που προκαλείται στον άνθρωπο και στα ζώα από ένα είδος σπειροχαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptospirosis < νεολατ. leptospirosis < leptospira (βλ. λεπτόσπειρα)] …   Dictionary of Greek

  • σπειροχαίτη — (spirochete). Γενική ονομασία βακτηριδίων σπειροειδούς σχήματος, που ανήκουν στην τάξη των σπειροχαιτωδών. Οι σ. είναι λεπτά μονοκύτταροι μικροοργανισμοί χωρίς καθορισμένο πυρήνα και αποτελούν μεταβατική μορφή μεταξύ της τάξης των ευβακτηρίων ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”